μαργιόλης

μαργιόλης
και μαργιόλος, -α, -ικο
1. αυτός που συμπεριφέρεται με πονηριά, εύστροφος, πανούργος, κατεργάρης
2. το θηλ. ως ουσ. η μαργιόλα
(ιδίως σχετικά με τον έρωτα) παιχνιδιάρα, ναζιάρα, πανούργα σε ερωτικά τεχνάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. επίθ. mariollo)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαργιόλης — και ος, α, ικο (λ. βενετ.) 1. κατεργάρης, πανούργος στον έρωτα. 2. ναζιάρης, παιχνιδιάρης: Τον παρέσυρε μια μαργιόλα γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαργιολεύω — [μαργιόλης] κάνω μαργιολιές, πονηρεύομαι, καμώνομαι, εξαπατώ, κάνω νάζια, καμώματα, μηχανεύομαι τεχνάσματα …   Dictionary of Greek

  • μαργιολιά — η [μαργιόλης] 1. η ιδιότητα τού μαργιόλου, ευστροφία, τέχνασμα, πονηριά, κατεργαριά, πανουργία 2. (ιδίως στον έρωτα) τσαχπινιά, νάζι, καμώματα (α. «παιχνιδάει στις πλαγιές με μαργιολιά», Ζερβ. β. «τόν ξεμυάλισε με τις μαργιολιές της») …   Dictionary of Greek

  • μαργιόλικος — η, ο [μαργιόλης] 1. εύστροφος, πονηρός, πανούργος 2. (ιδίως στον έρωτα) ναζιάρης, παιχνιδιάρης, κατεργάρης (α. «μαργιόλικα μάτια» β. «για δες το το μαργιόλικο και το μαργιολεμένο», δημ. τραγούδι). επίρρ... μαργιόλικα με μαργιόλικο τρόπο,… …   Dictionary of Greek

  • μαργιόλικος — η, ο ο μαργιόλης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”