μαργιόλης — και ος, α, ικο (λ. βενετ.) 1. κατεργάρης, πανούργος στον έρωτα. 2. ναζιάρης, παιχνιδιάρης: Τον παρέσυρε μια μαργιόλα γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαργιολεύω — [μαργιόλης] κάνω μαργιολιές, πονηρεύομαι, καμώνομαι, εξαπατώ, κάνω νάζια, καμώματα, μηχανεύομαι τεχνάσματα … Dictionary of Greek
μαργιολιά — η [μαργιόλης] 1. η ιδιότητα τού μαργιόλου, ευστροφία, τέχνασμα, πονηριά, κατεργαριά, πανουργία 2. (ιδίως στον έρωτα) τσαχπινιά, νάζι, καμώματα (α. «παιχνιδάει στις πλαγιές με μαργιολιά», Ζερβ. β. «τόν ξεμυάλισε με τις μαργιολιές της») … Dictionary of Greek
μαργιόλικος — η, ο [μαργιόλης] 1. εύστροφος, πονηρός, πανούργος 2. (ιδίως στον έρωτα) ναζιάρης, παιχνιδιάρης, κατεργάρης (α. «μαργιόλικα μάτια» β. «για δες το το μαργιόλικο και το μαργιολεμένο», δημ. τραγούδι). επίρρ... μαργιόλικα με μαργιόλικο τρόπο,… … Dictionary of Greek
μαργιόλικος — η, ο ο μαργιόλης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)